GR | EN
WINEPLUS ON
ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ
NEWSLETTER
LINKS
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
HOME WINE PLUS MAGAZINE ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ ΤΩΝ ΓΕΥΣΕΩΝ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΑ ΔΕΙΠΝΑ ΟΙΝΟΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ
WINE PLUS ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΓΕΥΣΕΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ WINE CLUB ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
ΚΡΑΣΙ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΑΡΜΟΝΙΕΣ ΤΑΞΙΔΙ SPIRITS
Οι άνθρωποι του κρασιού | Αμπελο-οινικές περιοχές | Ποικιλίες σταφυλιών | Μαθαίνω το κρασί - Wine school | Το κρασί και εμείς | Δοκιμάσαμε...
Διονύσης Κούκης
Ένας κοσμοπολίτης, καλλιεργημένος, πολυπράγμων και έντονα πολιτικοποιημένος μηχανικός
που έγινε εκδότης
 
της Μαρίας Νέτσικα
φωτογραφίες: Heinz Troll
 
Πολυταξιδεμένος, καλλιεργημένος και ευζωιστής, ο Διονύσης Κούκης, μέσα από τις ποικίλες επαγγελματικές δραστηριότητές του έχει προσφέρει πολλά στην εξέλιξη της γαστρονομίας και της κουλτούρας του κρασιού στην Ελλάδα. Στην κουβέντα μας περιδιαβαίνουμε μαζί τα μονοπάτια του έργου και συγχρόνως της ζωής του. Ελπίζω να την απολαύσετε.
 
Κύριε Κούκη, πείτε μου καταρχάς για τις σπουδές σας. Απ' ότι ξέρω είστε μηχανικός.
Πρώτα όμως, τελείωσα το Τμήμα Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά πήγα στη Γαλλία, όπου σπούδασα Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στην École Supérieure d'Électricité, με ειδικότητα σχεδιαστή ηλεκτρικών μηχανών και εφαρμογή των συστημάτων ελέγχου σε αυτές. Στη συνέχεια, άρχισα ένα διδακτορικό πάνω στην ταυτοποίηση του κινητήρα εσωτερικής καύσεως, που σημαίνει ότι προσπαθείς να περιγράψεις τη λειτουργία του κινητήρα με μαθηματικές εξισώσεις. Ναι, το θεωρούσα πολύ ενδιαφέρον και να σκεφτείς ότι το 1973, την εποχή της μεγάλης πετρελαϊκής κρίσης, όταν η γαλλική κυβέρνηση προκήρυξε έναν διαγωνισμό -με πολύ σημαντικό χρηματικό βραβείο- για τη δημιουργία οικολογικών μηχανών, με έναν φίλο μηχανικό, είχαμε σχεδιάσει ένα οικολογικό αυτοκίνητο. Θα μπορούσαμε και να έχουμε κερδίσει το βραβείο, αν υποβάλλαμε την πρόταση. Οι νικητές είχαν κατεβάσει μια αντίστοιχη ιδέα. Δεν την υποβάλλαμε όμως, δεν την ολοκληρώσαμε, εξαιτίας μου. Γιατί η κύρια δραστηριότητά μου εκείνη την εποχή, ήταν η πολιτική.
 
Με ποιό τρόπο;
Ήταν οικογενειακό το μικρόβιο. Η οικογένεια της μητέρας μου, από την Κρήτη, ήταν προοδευτικοί, βενιζελικοί και από την πλευρά του πατέρα μου, κομμουνιστές, που είχαν «σχέσεις» με την ασφάλεια. Για μένα όμως, καταλυτική σημασία είχε η δικτατορία του 1967. Τον επόμενο Γενάρη έφυγα για τη Γαλλία, κι εκεί έζησα όλο τον Μάη του '68, στα οδοφράγματα στο Παρίσι. Ήμουν στη Δημοκρατική Άμυνα. Και τον Ιούνιο του 1969, που είχα έρθει με την πρώην γυναίκα μου για διακοπές, με συνέλαβαν. Έμεινα περίπου έναν χρόνο στη φυλακή και πέρασα απ' όλα τα «ευαγή» ιδρύματα. Μια εξωφρενική εμπειρία. Με το που βγήκα όμως, βρέθηκε τρόπος και γύρισα στη Γαλλία. Στην Ελλάδα ξαναήρθα όταν έπεσε η χούντα.
 
Στη Γαλλία, δουλεύατε σαν μηχανικός;
Για ένα μικρό χρονικό διάστημα δούλεψα σε μια γαλλική εταιρία, θυγατρική της Braun. Στη συνέχεια με πήραν βοηθό στο πανεπιστήμιο, στο Laboratoire Centrale des Industries Electriques, απ΄ όπου έφυγα για να γυρίσω πίσω. Στην απόφαση της επιστροφής συνέβαλλε και το φλερτ με την πολιτική, που συνεχίστηκε και μετά την μεταπολίτευση. Είχα έρθει για να συζητήσω την πρόταση, να κατεβώ για βουλευτής στη Μεσσηνία με το ΠΑΣΟΚ. Πρόταση που τελικά δεν δέχτηκα, ήταν όμως η καταλυτική πράξη που με κράτησε εδώ.
 
Και εσείς, ένας μηχανικός και άνθρωπος της πολιτικής, πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τις εκδόσεις και να βγάλετε ένα περιοδικό, το Αθηνόραμα;
Θα σου πω. Η ιδέα ξεκίνησε στο Παρίσι. Θυμάμαι και την ημερομηνία. Στις 15 Δεκεμβρίου του 1973, μετά από τη συνηθισμένη μου βόλτα στα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Saint Michel -γιατί μου αρέσει πάρα πολύ το διάβασμα- κάθισα για καφέ, φάτσα στο ποτάμι. Είχα αγοράσει κι ένα Οfficiel des spectacles και το ξεφύλλιζα. Γιατί; Γιατί θυμάμαι και την ημερομηνία. Γιατί 17 Δεκεμβρίου ήτανε η γιορτή μου και είχαμε κανονίσει να πάρουμε τον Μίμη Μανωλάκο, έναν γνωστό δημοσιογράφο, τη γυναίκα του και κανα δυο άλλους φίλους και να τους κάνουμε το τραπέζι. Κι όπως το κοίταζα, έλεγα, ένα τέτοιο περιοδικό δεν θα μπορούσε να υπάρχει και στην Ελλάδα; Και ως γνήσιος μηχανικός και πολύ πρακτικό μυαλό, ενώ το ξεφύλλιζα, το σχεδίασα κιόλας. Είπα, αν θα το κάνουμε στην Ελλάδα, θα πρέπει να είναι έτσι, να έχει αυτές τις σελίδες, αυτή την ύλη, να μην μοιάζει με το Officielπου έχει αυτό το μειονέκτημα κλπ. Και αφού το σχεδίασα το περιοδικό στο μυαλό μου και τα έκανα όλα αυτά, μετά σκέφτηκα, μα τι σχεδιάζεις, αφού στην Ελλάδα δεν πρόκειται να πας ποτέ σου. Το μεθεπόμενο βράδυ που βγήκαμε και φάγαμε, τους το έλεγα στο τραπέζι χαριτολογώντας. Το οποίο… ξεχάστηκε. Όταν λοιπόν, γύρισα τελικά στην Ελλάδα, η πρώην γυναίκα μου, μου κόλλαγε να βρω δουλειά. Με τόσα προσόντα και με κείνο, και με τ' άλλο… Και με ζητούσανε. Με είχαν ζητήσει για μια θέση στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, την οποία δεν δέχτηκα. Κοίταζα για δουλειά, όμως το ένα μου βρώμαγε, το άλλο μου μύριζε… Κάποια στιγμή, ήμασταν στην πλατεία Κολωνακίου και πίναμε καφέ μαζί με τον Μίμη. Άρχισε και πάλι η Μαρία, η γυναίκα μου, τα σχετικά με τη δουλειά. Κι όπως συζητούσαμε, μου λέει ο Μίμης, αφού δεν σου αρέσει τίποτα, εκείνη την ιδέα που είχες για ένα περιοδικό, γιατί δεν τη βάζει μπρος; Τ' ακούει η γυναίκα μου, η οποία είχε μαράζι να με δει να κάνω κάτι δημιουργικό και μου λέει, να κάντο αυτό, τουλάχιστον να κάνεις κάτι. Και τσιμπάω και κάθομαι και δουλεύω 6 ολόκληρους μήνες και τον Οκτώβριο του 1975 βγαίνει το Αθηνόραμα.
 
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε το Αθηνόραμα.
Το οποίο θεωρήθηκε η μεγάλη εκδοτική επιτυχία της δεκαετίας. Και είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα, είναι το παλαιότερο εν ενεργεία εβδομαδιαίο περιοδικό.
 
Ποια ήταν η τιμή του, τότε;
5 δραχμές, ένα τάλιρο.
 
Και η θεματολογία του ήταν αντίστοιχη με τη σημερινή;
Αν πάρεις το πρώτο τεύχος του Αθηνοράματος, θα διαπιστώσεις ότι το σπέρμα της σημερινής θεματολογίας υπάρχει ήδη από το πρώτο τεύχος. Το μόνο που δεν υπήρχε ήταν το κρασί. Όλα τα υπόλοιπα, κινηματογράφος, θέατρα, μουσική, ταξίδι, γεύσεις… υπήρχαν. Ακόμη και γενικότερα θέματα που είχαν μια ψιλοπολιτική χροιά και βγαίνανε έξω από τον χώρο της ψυχαγωγίας.
 
Ποια ήταν η κατάσταση τότε στην Ελλάδα, όσον αφορά στη γαστρονομία;
Τίποτα! Εκείνη την εποχή όταν μιλούσαμε για φαγητό, εννοούσαμε κάποιους χώρους όπου ο άρχοντας του παιχνιδιού ήταν ο maître, αν υπήρχε. Δηλαδή, δεν πήγαινες σε κάποιο καλό εστιατόριο επειδή μαγείρευε ο τάδε chef, αλλά γιατί ο maître ήταν γνωστός και σου έδινε καλό τραπέζι. Από κει και πέρα υπήρχαν κάποια αριστοκρατικά εστιατόρια, της εποχής εκείνης, με πρώτο και καλύτερο το Abrevoir, το οποίο υπάρχει ακόμη και σήμερα, όπου πήγαινε η Κολωνακιώτικη αφρόκρεμα χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι τρώει και… τελεία και παύλα. Το υπόλοιπο που υπήρχε ήταν ταβέρνες συν κάποια αστικά εστιατόρια, όπως είναι το Ιντεάλ σήμερα, που παίζανε τον ρόλο του συνδετικού κρίκου. Τότε άρχισε να ανατέλλει η μόδα της πίτσας στην Αθήνα. Και μάλιστα όχι της πίτσας που γίνεται σε ξυλόφουρνο, αλλά της λεγόμενης καναδέζικης πίτσας που γίνεται στους ηλεκτρικούς φούρνους. Άρχισε να γεμίζει η Αθήνα με τέτοια μαγαζιά, φτιάχτηκαν και οι ξυλόφουρνοι και έγινε αν θες, αυτή της μεσοαστικής τάξης η καλή έξοδος.
 
Και το κρασί;
Το κρασί δεν υπήρχε. Μόνο χύμα, οι ρετσίνες και αυτά τα ιστορικά, που είναι η Santa Elena, η Santa Laura, η Νάουσα του Μπουτάρη, το Château Carras -που έχω κανα δυο μπουκάλια ακόμη του 1983, της πρώτης του χρονιάς που ετικεταρίστηκε- το Κατώγι του Αβέρωφ, Σεμέλη και κάποια ακόμη από την Αττική. Το εμφιαλωμένο κρασί έπαιζε περιθωριακά και εκεί τελείωνε. Αυτά ισχύουν στην περίοδο από το 1977 μέχρι το 1980-1981.
 
Εν τω μεταξύ το Αθηνόραμα πως εξελίσσεται;
Κάποια στιγμή, μετά από 1-2 χρόνια, έρχεται η Άννυ Ηλιοπούλου (σημερινή συνεκδότρια), αναλαμβάνει το εμπορικό τμήμα και τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους. Το 1982-83 το Αθηνόραμα έχει πια καθιερωθεί σαν δύναμη, παίζει σημαντικό ρόλο, καθορίζει πράγματα στην Αθήνα. Εκείνη την εποχή το ΠΑΣΟΚ κάνει τη μεγάλη κίνηση ενισχύοντας οικονομικά τους συνεταιρισμούς. Και γίνεται ένα μπούγιο και βγαίνουν για πρώτη φορά συνεταιριστικά κρασιά. Από κει που είχαμε, ξέρω γω, 100 ετικέτες σε όλη την Ελλάδα και ήταν κυρίως Achaia Claus, Μπουτάρης, Τσάνταλης, Κουρτάκης και 5-6 περιφερειακοί, ξαφνικά εμφανίζονται δεκάδες εμφιαλώσεις από τα πρώτα συνεταιριστικά οινοποιεία που δημιουργήθηκαν. Τότε για πρώτη φορά, το Αθηνόραμα ασχολείται επισήμως με το κρασί. Κάνοντας ένα κομμάτι για το πρόσωπο του ελληνικού κρασιού που αρχίζει να ανατέλλει.
 
Το οποίο το υπογράφει;
Ο Διονύσης Κούκης! Που εγώ, ξεκίνησα την καριέρα μου ως οινόφιλος, κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο. Γιατί είμαι ψώνιο με τις δημοπρασίες. Δηλαδή, η ατμόσφαιρα της δημοπρασίας είναι για μένα η μεγαλύτερη ψυχαγωγία που μπορείς να φανταστείς. Και αγοράζω. Δεν είμαι μανιώδης συλλέκτης, με την έννοια του ότι μαζεύω πίνακες, αγοράζω όμως διάφορα πράγματα. Έχω μια προτίμηση στα ρολόγια τσέπης και τα επιτραπέζια, από τα οποία έχω μια συλλογή 200 κομματιών. Αγοράζω παλιά όπλα, παλιότερα αγόραζα φωτογραφικές μηχανές, αλλά γενικώς αγοράζω ότι μου γυαλίσει. Στο Παρίσι, λοιπόν, εκτός από τα βιβλιοπωλεία, πήγαινα και στο Hotel Drouo, το δημοπρατήριο της πόλης για τη… μυρωδιά και για να πάρω ότι μου επέτρεπαν τα τότε οικονομικά μου. Σκέψου ότι έχω αγοράσει μια εγγλέζικη δερμάτινη πολυθρόνα με 1 γαλλικό φράγκο! Μια μέρα λοιπόν, κάθισα σε μια δημοπρασία κρασιών. Και σχεδόν κατά λάθος, αγόρασα ένα κιβώτιο. Το οποίο στη συνέχεια το ξέχασα, για κανένα μήνα. Γιατί εμείς δεν πίναμε κρασί. Και μια Κυριακή μεσημέρι τα πήγα σε ένα τραπέζι με πολλούς φίλους, ανάμεσά τους και αρκετοί που σήμερα είναι γνωστοί στην πολιτική ζωή. Τα κοιτάνε οι παρευρισκόμενοι ειδήμονες και μου λεν, που τα βρήκες αυτά τα κρασιά; Ήταν εξαιρετικά. Πολύ καλές Βουργουνδίες, Bordeaux. Καθίσαμε, φάγαμε και ήπιαμε πολύ καλά και τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου αισθάνθηκα πως κάτι παίζει με το κρασί. Και άρχισα να ασχολούμαι. Στη αρχή αγόραζα κρασιά, μετά βιβλία. Άρχισα να διαβάζω, μετά να παρακολουθώ οτιδήποτε σχετικό μπορούσες την εποχή εκείνη. Κόλλησα κανονικά το μικρόβιο. Έτσι όταν ξεκίνησε η ιστορία με τους συνεταιρισμούς, εγώ ήμουν ήδη έτοιμος, ήξερα από κρασί και έγραψα για πρώτη φορά στο Αθηνόραμα.
 
Υπήρχαν εκείνη την εποχή δημοσιογράφοι που έγραφαν για το κρασί;
Κανένας. Με την Άννυ βάλαμε μια αγγελία στο Αθηνόραμα, ζητώντας κάποιον που θα ήθελε να γράφει. Η οποία και έβγαλε την πρώτη γενιά των δημοσιογράφων του κρασιού. Τηλεφώνησαν 23 άτομα, από τα οποία τα 20, και αυτό είναι χαρακτηριστικό, ήταν θετικής κατεύθυνσης. Εντέλει ήρθαν 2, που ήταν ο Δημήτρης Αντωνόπουλος και ο Ντίνος Στεργίδης, ο οποίος επειδή ζούσε τότε στο Παρίσι, ήταν ανταποκριτής μας. Ήρθε και ο Μάριος Κάλφογλου, περισσότερο όμως έγραφε για φαγητό.
 
Την Ακαδημία Οίνου, γιατί τη δημιουργήσατε;
Ήταν γύρω στα 1986-87 που αρχίσαμε να συζητάμε με την Άννυ ότι κάτι έπρεπε να κάνουμε για την κουλτούρα του κρασιού και του φαγητού. Και φτιάξαμε μια πολυτελέστατη Ελληνική Ακαδημία Οίνου, με γραφεία στο Μαρούσι, με μαρμάρινα τραπέζια, πτυελοδοχεία… λες και φτιάχναμε μέγαρο. Πολλά λεφτά. Ξοδέψαμε για την Ακαδημία Οίνου πάνω από 500 εκ. δραχμές. Και μας έβαλε μέσα, σε σταθερές τιμές να το πούμε, πάνω από 25-30 εκ. τον χρόνο. Γιατί οι έλληνες δεν ήξεραν ακόμη από κρασί. Αλλά τουλάχιστον, ήμασταν αυτοί που δώσαμε το ερέθισμα για να ξεκινήσει η ιστορία της οινικής παιδείας στην Ελλάδα. Αρχίσαμε με υπεύθυνο τον Δημήτρη Χατζηνικολάου, που τότε είχε γυρίσει από το Bordeaux, στη συνέχεια την ανέλαβαν ο Πάνος Δεληγιάννης και ο Αργύρης Τσακίρης.
 
Μέχρι πότε λειτούργησε;
Μέχρι το 1996. Τότε αποφασίσαμε πως είχαμε πλέον δώσει πολλά χρήματα και τη σταματήσαμε.
 
Και η Intervino, πως προέκυψε;
Μπλέκοντας με όλη αυτή την ιστορία, άρχισα να παρακολουθώ και το πώς λειτουργούσαν τα πράγματα στο ελληνικό κρασί. Είδα λοιπόν, ότι στο εμπορικό κομμάτι κυριαρχούσαν 4 πανίσχυρες εταιρείες. Είχα κάνει και μια συζήτηση με τον Θανάση Παπαϊωάννου -τον οποίο είχα συναντήσει για πρώτη φορά σ' εκείνη την ιστορική Detrop του 1987, που ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για το σύνολο του ελληνικού οινικού κόσμου- για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην πώληση του κρασιού του. Με προβλημάτισε. Είπα, κοίτα να δεις, τι είναι αυτές οι μονάδες; Είναι σαν καλαμιές στον κάμπο. Τις φυσάει ο αέρας και σπάνε. Και μου έρχεται στο μυαλό, πότε δεν σπάει το καλάμι; Όταν είναι δεμάτι! Τότε είπα, θα φτιάξω μια εμπορική εταιρεία. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με το εμπόριο. Αν δεν είχα την τύχη να έχω την Ηλιοπούλου ή τον γιο μου θα είχα πτωχεύσει. Καμία σχέση! Και έτσι, ω του θάματος, έγινε η Intervino, η οποία όπως θα έχεις διαπιστώσει, έχει κρατηθεί αυστηρά στο επίπεδο των κρασιών μικρής παραγωγής.
 
Με ποιους οινοποιούς ξεκινήσατε;
Πρώτος ήταν ο Παπαϊωάννου και δεύτερος ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου. Ακολούθησαν ο Δημήτρης Κατσαρός, ο Χρίστος Αϊδαρίνης και άλλοι. Περάσαμε στην αγορά μια άλλη φιλοσοφία. Ήμασταν για παράδειγμα οι πρώτοι στην Ελλάδα που λανσάραμε το καλάθι με κρασιά για δώρο. Μέχρι το 1991 που δημιουργήθηκε η Intervino, δεν το έφτιαχνε κανένας. Και για να υποστηρίξω το δίκτυο, άνοιξα για μερικά χρόνια και μια αλυσίδα από 4 κάβες. Τη μεγαλύτερη που υπήρχε εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Εν πάση περιπτώσει, εγώ ασχολήθηκα με την Intervino μέχρι το 2000. Πλέον τη διοικεί ο γιος μου.
 
Υποστηρίξατε όμως και τη γαστρονομία.
Με πολλές δραστηριότητες. Διότι, καταρχάς, υπήρχαν οι κριτικές εστιατόριων, οι οποίες οδήγησαν στον θεσμό των Χρυσών Σκούφων που εδώ και 16 χρόνια διοργανώνει το Αθηνόραμα, αλλά και πολλά άλλα που βοήθησαν την υψηλή γαστρονομία στην Ελλάδα να φτάσει εκεί που έφτασε.
 
Το πιο πρόσφατο δημιούργημά σας είναι το περιοδικό Ευ ζην. Με ποια λογική το σχεδιάσατε;
Θεωρούμε ότι αυτό για το οποίο δεν υπάρχει συνείδηση στην ελληνική κοινωνία, είναι ο περίφημος υλικός πολιτισμός. Στην Ελλάδα έχουμε μια ομάδα από κουλτουριάρηδες οι οποίοι ασχολούνται με τις τέχνες, με τη φιλοσοφία κλπ. που θεωρούν πως πολιτισμός είναι ο Καβάφης, είναι ο Έλιοτ, είναι ο van Gogh, ο Ιερώνυμος Μπος και πάει λέγοντας…, αλλά στο φαγητό ο πολιτισμός είναι να φάμε τα παϊδάκια στη λαδόκολλα, πίνοντας χύμα κρασί και πως το καλύτερο φαγητό το κάνει η μαμά μας και τρέχα γύρευε. Εμείς λοιπόν, λέμε ότι ο πολιτισμός είναι μια αδιαίρετη έννοια που έχει δύο υποκεφάλαια: το υλικό και το πνευματικό. Χωρίς το ένα, δεν μπορεί να υπάρχει το άλλο. Αυτό αν θέλεις ήταν το κύριο ερέθισμα που έβγαλε το Ευ ζην σε μια χώρα όπου αυτή η έννοια δεν έχει πάρα πολλούς οπαδούς. ■

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νο 33 – Δεκέμβριος 2009 του
Wine Plus magazine
 
WINE PLUSΚΡΑΣΙΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑΤΑΞΙΔΙ...PLUS
WINE PLUS MAGAZINE
ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΑ ΔΕΙΠΝΑ
ΟΙΝΟΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ
ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΓΕΥΣΕΩΝ
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ
WINE CLUB
Οι άνθρωποι του κρασιού
Αμπελο-οινικές περιοχές
Ποικιλίες σταφυλιών
Μαθαίνω το κρασί - Wine school
Το κρασί και εμείς
Δοκιμάσαμε...
Οι άνθρωποι της γεύσης
Προϊόντα + γεύσεις
Συνταγές
Deli on the spot
Χαρτογραφώντας τη γεύση
Εστιατόρια, bistrot, wine bars...
Οι άνθρωποι της φιλοξενίας
Ελλάδα
Ευρώπη
Υπόλοιπος κόσμος
Δρόμοι του κρασιού
Ξενοδοχεία
ΑΡΜΟΝΙΕΣ
SPIRITS
WINE PLUS Καρυωτάκη 5, 546 45 Θεσσαλονίκη, Ελλάς
τηλ. 2310 888311, fax 2310 888312 , e-mail: info@wineplus.gr
Design by Redfish Ispirations
Development by Apogee Information Systems