GR | EN
WINEPLUS ON
ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ
NEWSLETTER
LINKS
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
HOME WINE PLUS MAGAZINE ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ ΤΩΝ ΓΕΥΣΕΩΝ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΑ ΔΕΙΠΝΑ ΟΙΝΟΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ
WINE PLUS ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΓΕΥΣΕΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ WINE CLUB ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
ΚΡΑΣΙ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΑΡΜΟΝΙΕΣ ΤΑΞΙΔΙ SPIRITS
Οι άνθρωποι του κρασιού | Αμπελο-οινικές περιοχές | Ποικιλίες σταφυλιών | Μαθαίνω το κρασί - Wine school | Το κρασί και εμείς | Δοκιμάσαμε...
Γιάννης Μπουτάρης
Από την οικογενειακή επιχείρηση στην ενεργό ανάμειξη στα κοινά
 
της Μαρίας Νέτσικα
φωτογραφίες: Heinz Troll

Τον Γιάννη Μπουτάρη τον γνώρισα το 1988, όταν, έχοντας μόλις επιστρέψει από σπουδές στη Γαλλία, άρχισα να δουλεύω στην εταιρεία του. Μεγάλο σχολείο υπήρξε η εταιρεία Μπουτάρη, τόσο για μένα, όσο και για αρκετούς ακόμη συναδέλφους, που βρήκαν εύφορο έδαφος για να αναπτύξουν τις δημιουργικές ανησυχίες τους. Φυσικά, πίσω από τις συνεχείς ευκαιρίες για εκπαίδευση, πειραματισμούς και προσωπική ανάπτυξη βρισκόταν ένας προοδευτικός, ανοικτόμυαλος και πολυπράγμων «αρχηγός». Θα τον αναγνωρίσετε εύκολα στη συζήτηση που ακολουθεί. Μου διηγήθηκε τα πρώτα βήματα στη μαμά εταιρεία αλλά και τον λόγο που τον οδήγησε στη διεκδίκηση της δημαρχίας της Θεσσαλονίκης.
 
Κύριε Γιάννη, αναρωτιέμαι το αν θέλατε να γίνετε οινοποιός; Υπήρχε δηλαδή η περίπτωση να ακολουθήσετε άλλη πορεία, άλλη καριέρα;
Κοίταξε. Στη γυμνασιακή περίοδο είχα διάφορα παιδιαρίσματα, αλλά ήταν τόσο έντονη η, όχι ακριβώς πίεση, αλλά η πραγματικότητα ότι ένα από τα δύο παιδιά έπρεπε να πάει για τα κρασιά και το άλλο για το εμπόριο, που δεν είχα και πολλά περιθώρια. Μεγάλωσα σε τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον, που αυτή τη συνέχεια της δουλειάς, μου την είχαν παραστήσει με μια εικόνα απολύτως θελκτική. Άρα δεν είχα κανένα πρόβλημα, ώστε να ψάξω για κάτι καλύτερο. Μου άρεσε η ζωή του μπαμπά και του θειου μου. Είχα καλά παραδείγματα.
 
Κι από μικρός είχατε επαφές με το οινοποιείο, με τα κρασιά… έτσι δεν είναι;
Βέβαια! Από μωρά παιδιά είχαμε συνδυάσει τη δουλειά με το παιχνίδι. Στις γιορτές, στις διακοπές πηγαίναμε εκδρομές στη Νάουσα, που αν για μας ήταν εκδρομές, για τον μπαμπά μου ήταν δουλειά κανονική. Γιατί τότε στο οινοποιείο ήταν ο μπάρμπας μου (ο θείος), που στα τέλη Αυγούστου, μετακόμιζε από τη Θεσσαλονίκη στη Νάουσα και γυρνούσε…, θυμάμαι συγκεκριμένα και την ημερομηνία, το έλεγε ο πάππος μου: «του Αγίου Νικολάου πρέπει να έχουν κλείσει τα κρασιά». Εν συνεχεία τα κρασιά και τα ούζα ερχόταν στη Θεσσαλονίκη όπου λειτουργούσε το πρώτο σύστημα διανομών, κυρίως για τα ούζα. Εδώ πέρα, στο εμπόριο δηλαδή, το κουμάντο το έκανε ο μπαμπάς μου.
 
Εσείς από πότε αρχίσατε να ασχολείστε ενεργά με την οικογενειακή επιχείρηση;
Από τα πολύ μικρά μου, έχω έντονη τη μνήμη της Νάουσας στην περίοδο του τρύγου. Μετά όμως από τα πρώτα χρόνια του γυμνασίου, και κυρίως με το που τέλειωσα το γυμνάσιο, ανέβαινα κάθε τρύγο στη Νάουσα, πλέον για δουλειά. Πήγαινα από πιο νωρίς, παρακολουθούσα όλη την προετοιμασία και έμενα και κατά τη διάρκεια της συλλογής των σταφυλιών που ξεκινούσε στις 20 με 25 Σεπτεμβρίου. Μάλιστα, με το που άρχισα τις σπουδές μου στο Χημικό Αθηνών, έστησα και το πρώτο εργαστήριο, ξέρεις… με όργανα, αντιδραστήρια. Και από το 1965 κι μετά, εκτός από δύο χρονιές που υπηρετούσα, τους τρύγους τους έκανα εγώ. Εκείνη την περίοδο είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο και έκανα σπουδές οινολογίας στο Ινστιτούτο Οίνου. Η Κουράκου ήθελε τότε να στήσει ένα μεταπτυχιακό οινολογίας, το οποίο ατύχησε για διάφορους λόγους, όμως εγώ είχα το πλεονέκτημα, λόγω συνεργασίας της οινοποιίας με το ινστιτούτο, να κάνω μια εκπαίδευση κοντά τους. Το 1969 πια, θυμάμαι σαν και τώρα, απολύθηκα στις 30 Σεπτεμβρίου και τη 1η Οκτωβρίου ήμουν στον τρύγο. Τότε ανέλαβα εξ ολοκλήρου την επιχείρηση. Ο Κωνσταντίνος ήρθε το '75 με '76.
 
Ποιο ήταν τότε το μέγεθος της εταιρείας Μπουτάρη;
Εκείνη την εποχή η εταιρεία, εκτός από το οινοποιείο στο παλιό κτήριο στην οδό Ζαφειράκη, στη Νάουσα (τώρα έχει μετατραπεί σε Μουσείο Κρασιού) είχε κι ένα δεύτερο στο Βρυσάκι, νοίκιαζε και μια μεγάλη αποθήκη-ψυγείο. Στη Θεσσαλονίκη διατηρούσε τη μονάδα εμφιάλωσης, στην αρχή στη Βασιλέως Ηρακλείου που το 1962 μεταφέρθηκε στο Κορδελιό, πριν γίνει εκεί η EssoPapas. Το 1974 λοιπόν, πήρα την απόφαση να κλείσουμε όλες τις διάσπαρτες μονάδες και το Κορδελιό, το οποίο λόγω γειτνίασης με την EssoPapas δημιουργούσε διάφορα προβλήματα, και να δημιουργήσουμε μια καινούργια πλήρη μονάδα στη Στενήμαχο, στη Νάουσα. Παράλληλα, από το 1970 έως το 1973, είχε αρχίσει να φυτεύεται και το κτήμα στο Γιαννακοχώρι.
 
Πως και πήρατε την απόφαση να αγοράσετε το κτήμα στο Γιαννακοχώρι;
Την απόφαση την πήρα το 1966. Τότε είχαμε τρία μικρά αμπελάκια σκόρπια από εδώ κι από κει και είχα αγανακτήσει γιατί έπρεπε να κυνηγάμε τους αμπελουργούς για τα σταφύλια. Είπα λοιπόν, θα τα πουλήσω και τα τρία και θα βρω ένα μεγάλο κομμάτι. Ήμουν τυχερός γιατί αυτή η έκταση βρέθηκε κι έτσι ξεκίνησε η ιστορία του κτήματος.
 
Ήταν μεγάλη απόφαση!
Σίγουρα ήταν. Ένας σταθμός. Γιατί όταν μπήκα στη δουλειά, οι δικοί μου δε θέλανε να ακούσουν για αμπέλια. Εγώ επέμενα. Γιατί μη ξεχνάς ότι το '65 με '70 οι αμπελοπαραγωγοί στη Νάουσα ήταν ελάχιστοι και η πορεία της αμπελουργίας, φθίνουσα. Έπρεπε λοιπόν να κάνουμε κάτι. Από την μια πλευρά έπρεπε να εφαρμόσουμε μια τιμολογιακή πολιτική που να δίνει κίνητρα στον αμπελουργό να συνεχίσει, από την άλλη να δώσουμε το παράδειγμα για τις αναμπελώσεις. Είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται ότι θα υπάρξουν κάποια κοινοτικά προγράμματα για ενίσχυση της αμπελουργίας. Έτσι πήρα την απόφαση να στήσω τον αμπελώνα, ο οποίος σαφώς λειτούργησε για να καλύψει κάποιες ανάγκες μας, όσον αφορά στις ποσότητες -διότι 500 στρέμματα είναι μεγάλη έκταση- αλλά και σαν οδηγός στην περιοχή. Απ' αυτόν τον αμπελώνα μπορούσαμε να πάρουμε εξαιρετική ποιότητα σταφυλιού και το GrandReserve προέκυψε σαν αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής.  
 
Αν δεν κάνω λάθος, ακολούθησαν και άλλες κινήσεις, πρωτοποριακές για την εποχή τους;
Ναι. Μετά από τη Στενήμαχο κι αφού τα πράγματα άρχισαν να μεγαλώνουν, η δική μου λογική ήτανε -ίσως και μέσα σε μια μεγαλομανία- ότι εμείς, όντας πρωτοπόροι ως εταιρεία στην Ελλάδα και… και… και… έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Είχαμε λοιπόν ένα λευκό κρασί, το LacdesRoches, το οποίο δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, αλλά είχε ξεκινήσει σαν κόκκινο και το όνομα του είναι μια ελεύθερη μετάφραση της Λίμνης των Πετρών στο Αμύνταιο. Τότε, επειδή άρχισε να παρατηρείται μια ανοδική τάση για τα λευκά κρασιά, αποφασίσουμε να βγάλουμε και το λευκό αδελφάκι του. Ήταν το πρώτο ελληνικό κρασί για το οποίο έγινε διαφήμιση. Και ρίξαμε πολλά λεφτά! Θωρείται παράδειγμα μαρκετινικής διαχείρισης προϊόντος, που φυσικά απέδωσε, κι έτσι το LacdesRoches είχε τρομερή επιτυχία. Έχοντάς το λοιπόν σαν βασικό προϊόν, είπαμε να δούμε τι άλλο θα κάνουμε. Και η λογική του να ασχοληθούμε με ότι ενδιαφέρον υπάρχει στην Ελλάδα υπερίσχυσε. Βάλαμε μπροστά τη Γουμένισσα, τη Σαντορίνη, τη Νεμέα, την Κρήτη, την Πάρο.
 
Εξαπλωθήκατε δηλαδή σε όλη την Ελλάδα!
Ναι, η απόφαση διασποράς σε όλη την Ελλάδα υπήρξε ένας άλλος μεγάλος σταθμός. Κι επειδή όλη αυτή η προσπάθεια, η τεράστια δουλειά, έπρεπε κάπως να φανεί, ως επιστέγασμά της, κυκλοφόρησαν τα πειραματικά κρασιά Μπουτάρη, για τα οποία εγώ είμαι πολύ περήφανος. Γιατί με την ετικέτα τους -που σαφώς για την εποχή της είχε μια ελιτίστικη αντίληψη- εξηγούσαν στον καταναλωτή ποια πράγματα συνιστούν τις προϋποθέσεις για να βγει ένα καλό κρασί.
 
Το 1996 ήταν που αποχωρίσατε από την οικογενειακή επιχείρηση για να φτιάξετε την προσωπική σας εταιρία, την Κυρ-Γιάννη;
Σωστά, τον Σεπτέμβριο του 1996 χώρισαν οι εταιρείες κι εγώ με τον Στέλιο και τον Μιχάλη, τους δύο γιους μου, συνέχισα αφενός με το κτήμα στο Γιαννακοχώρι για τα ερυθρά κρασιά, αφετέρου στο Αμύνταιο, όπου είχα ήδη ξεκινήσει κάποιες προσπάθειες για λευκές ποικιλίες, οι οποίες απέδειξαν ότι μάλλον είχα δίκιο. Και το Sauvignon και το Chardonnayκαι το Gewürztraminer και ο Ροδίτης έδειξαν ότι η περιοχή τους ταιριάζει. Στη συνέχεια φυτέψαμε και Λαγόρθι, Μαλαγουζιά, Ασύρτικο. Από αυτές τα αποτελέσματα θα τα δούμε τώρα. Τότε, το 1996, ξεκίνησε και η μεγάλη προσπάθεια για την ποικιλιακή αναδιάρθρωση του κτήματος. Στην αρχή ήταν κατά 99% Ξινόμαυρο, τώρα δεν ξεπερνά το 50% και το υπόλοιπο φυτεύτηκε με Syrah και Merlot.
 
Κύριε Γιάννη, από παλιά ακόμη, αν κάποιος σας γνώριζε κάπως καλύτερα, ήταν σαφές πως δεν πιστεύετε ότι η αποστολή σας στον κόσμο είναι μόνο το να φτιάχνετε κρασί. Ποια πιστεύετε ότι είναι;
Μαρία μου, η αποστολή μας στον κόσμο είναι να περνάμε καλά. Το να φτιάχνεις κρασί είναι βεβαίως ένα πολύ καλό επάγγελμα. Όμως σε μένα, η ενασχόλησή μου αρχικά με τον Αρκτούρο και στη συνέχεια με την Ένωση Πολιτών με την οποία είχαμε -κατά την άποψή μας βέβαια- καλά αποτελέσματα, μου έδωσαν τη σαφή εικόνα ότι πρέπει να αναμειγνύεσαι με τα κοινά. Μόνο έτσι μπορείς να επεμβαίνεις ενεργά στον αυταρχισμό της Πολιτείας.
 
Αλήθεια, πως αποφασίσατε να δραστηριοποιηθείτε με τον Αρκτούρο;
Ο Αρκτούρος ξεκίνησε τυχαία. Εμένα, κάποια στιγμή μου τη βάρεσε πως μου άρεσε πάρα πολύ το χωριό μου, το Νυμφαίο και λυπόμουν που το έβλεπα να αργοπεθαίνει. Και είπα πως κάτι πρέπει να κάνουμε με -όσο γελοίο κι αν ακούγεται- σεβασμό για όλα αυτά που έκαναν οι πρόγονοι. Δεν μπορούσα να το αφήσω να καταρρεύσει. Για να κάνεις όμως κάτι για το χωριό, πρέπει καταρχήν να αναδείξεις την οικονομία του τόπου. Χωρίς αυτήν δε γίνεται τίποτα. Μ' αυτή τη λογική, είπα να κάνω δυο ξενοδοχεία, ένα πολυτελείας, το LaMuara, κι ένα τύπου ορεινού καταφύγιου, τα Ληνούρια. Δεν αποφάσισα να γίνω ξενοδόχος, απλώς είπα να στήσω μια κατάσταση. Και είδα το όνειρό μου να πραγματοποιείται! Γιατί είδα το Νυμφαίο να αναβιώνει, να αποκτά περισσότερη ζωή. Σήμερα έχει 6 μονάδες και πλέον θέλει λίγο φρενάρισμα και διαφορετικό χειρισμό του τουρισμού. Αυτό λοιπόν το είδα να γίνεται με δυο, τρεις κινήσεις. Μια από αυτές τις κινήσεις είχε να κάνει με το ότι για να πάει κάποιος, ειδικά τη δεκαετία του '90 -που ξεκίνησα- στο βουνό, θάπρεπε να είναι τρελός! Άρα θα έπρεπε να δημιουργήσεις κάτι που να τραβά το ενδιαφέρον. Κατά ευτυχή συγκυρία, είχα συναντήσει τότε κάποιους Εγγλέζους οι οποίοι ξεκίνησαν την καμπάνια του Liberty, της απελευθέρωσης των χορευτριών αρκούδων, ένα έθιμο που υπήρχε και στην Ελλάδα. Έκανα λοιπόν ένα κλικ και είπα πως, θα κάνουμε ένα δασικό σταθμό στο Νυμφαίο, ο οποίος θα υποδέχεται τις αρκούδες που θα κατάσχει το Υπουργείο Γεωργίας. Κι έτσι ξεκίνησε ο Αρκτούρος. Η οποία ιστορία προχώρησε πολύ, σήμερα έχει καταγεγραμμένους 50.000 επισκέπτες το χρόνο.
 
Ενώ η ανάμειξη με τα κοινά κατέληξε στην υποψηφιότητά σας για τη Δημαρχία της Θεσσαλονίκης. Θέλετε να μου πείτε πως τη φαντάζεστε τη Θεσσαλονίκη; Πως τη θέλετε;
Τη θέλω λίγο διαφορετική από αυτή που είναι. Σήμερα η Θεσσαλονίκη είναι άσχημη, είναι άναρχη, είναι αφιλόξενη. Η αλλαγή όμως δε γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Πρέπει σιγά-σιγά ν' αρχίσει να έχει περισσότερους πεζοδρόμους, να έχει καλύτερη συγκοινωνία, να μη βλέπεις παντού σκουπίδια, να βρεθεί τρόπος για να φύγουν οι κάδοι των σκουπιδιών. Μόνον έτσι θα αγαπήσουν οι Θεσσαλονικιοί την πόλη τους.
 
Εννοείτε πως δεν αγαπάμε την πόλη μας;
Αμφιβάλλεις; Οι Θεσσαλονικείς έχουν αυτό το πρόβλημα. Δεν αγαπούν την πόλη τους. Γιατί; Διότι δεν έχουν κοινές μνήμες. Αν υπολογίσεις ότι το 1960 η Θεσσαλονίκη είχε 300.000 κατοίκους και το 2000, 1.000.000, θα δεις πως μέσα σε 40 χρόνια, δηλαδή σε μιάμιση γενιά, ο πληθυσμός υπερδιπλασιάστηκε. Πράγμα που σημαίνει πως δύο στους τρεις σημερινούς πενηντάρηδες δεν πήγαν σχολείο στη Θεσσαλονίκη, δεν είδαν εδώ πράγματα. Αυτό δημιουργεί μια περίεργη σχέση με την πόλη στην οποία αποφάσισε να μετοικίσει η οικογένεια τους.
 
Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και στην Αθήνα και σε άλλες μητροπόλεις;
Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Η διαφορά ποια είναι; Ότι η Αθήνα είναι πρωτεύουσα και δίνει ευκαιρίες. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι πρωτεύουσα. Δεν δίνει ευκαιρίες επαγγελματικές, ούτε εξέλιξης. Και μια πόλη την αγαπάς, δε θέλεις να φύγεις από αυτή, για δύο λόγους. Είτε γιατί δεν έχεις κανένα επαγγελματικό λόγο να την αφήσεις είτε γιατί είναι πολύ όμορφο το περιβάλλον στο οποίο ζεις.
 
Ποια πιστεύετε ότι είναι τα πιο σοβαρά προβλήματα της Θεσσαλονίκης;
Η Θεσσαλονίκη έχει δύο-τρία σοβαρά προβλήματα: τη σχέση μας με το αυτοκίνητο, το κυκλοφοριακό, τη διαχείριση των αποβλήτων, τους δημόσιους χώρους της. Το βασικό της όμως πρόβλημα είναι η αναζήτηση της καινούργιας της ταυτότητας. Γιατί αυτή τη στιγμή η Θεσσαλονίκη δεν έχει ταυτότητα. Βολοδέρνει μεταξύ της συμπρωτεύουσας που ζηλεύει την πρωτεύουσα και της άλλης πόλης, που ποτέ κανένας δεν έχει προτείνει πια να είναι. Πιστεύω ωστόσο, ότι όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν, με μια βασική προϋπόθεση. Ότι θα πείσεις τον κόσμο να συμμετέχει στη λύση τους.
 
Σε ποια πόλη θα θέλατε να μοιάζει αυτή η Θεσσαλονίκη που έχετε στο μυαλό σας;
Θα μπορούσε να είναι ένα Άμστερνταμ σε μικρογραφία. Θα μπορούσε να είναι ένα Μόναχο, μια Μασσαλία, μια Τεργέστη σε μικρογραφία, ή μία Λυών. Η Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι περήφανη που είναι η πρώτη επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, αντί να ζηλοφθονεί και να πρασινίζει από το κακό της γιατί είναι δεύτερη, μετά από την Αθήνα. Πρέπει να είναι υπόδειγμα επαρχιακής πόλης και περιφερειακής ανάπτυξης.

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νο 15 – Οκτώβριος 2006 του Wine Plus magazine

WINE PLUSΚΡΑΣΙΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑΤΑΞΙΔΙ...PLUS
WINE PLUS MAGAZINE
ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΑ ΔΕΙΠΝΑ
ΟΙΝΟΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ
ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΓΕΥΣΕΩΝ
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ
WINE CLUB
Οι άνθρωποι του κρασιού
Αμπελο-οινικές περιοχές
Ποικιλίες σταφυλιών
Μαθαίνω το κρασί - Wine school
Το κρασί και εμείς
Δοκιμάσαμε...
Οι άνθρωποι της γεύσης
Προϊόντα + γεύσεις
Συνταγές
Deli on the spot
Χαρτογραφώντας τη γεύση
Εστιατόρια, bistrot, wine bars...
Οι άνθρωποι της φιλοξενίας
Ελλάδα
Ευρώπη
Υπόλοιπος κόσμος
Δρόμοι του κρασιού
Ξενοδοχεία
ΑΡΜΟΝΙΕΣ
SPIRITS
WINE PLUS Καρυωτάκη 5, 546 45 Θεσσαλονίκη, Ελλάς
τηλ. 2310 888311, fax 2310 888312 , e-mail: info@wineplus.gr
Design by Redfish Ispirations
Development by Apogee Information Systems